τρίναξ: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρίναξ:''' ᾰκος (ῐ) ἡ трезубые вилы Anth. | |elrutext='''τρίναξ:''' ᾰκος (ῐ) ἡ трезубые вилы Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρί˘ναξ, ακος, [ἀκή]<br />a [[trident]] or [[three]]-pronged [[mattock]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ᾰκος, ἡ, (ἀκή (A))
A like θρῖναξ, three-pronged mattock, AP6.104 (Phil.) [where ι is short].
German (Pape)
[Seite 1144] ακος, ἡ, der Dreizack, Philp. 14 (VI, 104), ξυλίνας.
Greek (Liddell-Scott)
τρίναξ: -ᾰκος, ὁ, (ἀκὴ) ὡς τὸ θρῖναξ, κοινῶς «θρινάκι», ἐργαλεῖον γεωργικὸν ξύλινον, Ἀνθ. Π. 6. 104 [[[ἔνθα]] τὸ ι βραχύ].
French (Bailly abrégé)
ακος (ἡ) :
c. θρῖναξ.
Greek Monolingual
-ακος, ἡ, Α
γεωργικό εργαλείο που είχε τρεις αιχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. θρίναξ (Ι), κατ' επίδραση του τρι-].
Greek Monotonic
τρίναξ: [ῐ], -ᾰκος, ἡ (ἀκή), τρίαινα ή γεωργικό εργαλείο με τρεις αιχμές, τρικράνι ή πιρούνα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρίναξ: ᾰκος (ῐ) ἡ трезубые вилы Anth.
Middle Liddell
τρί˘ναξ, ακος, [ἀκή]
a trident or three-pronged mattock, Anth.