τυμβήρης: Difference between revisions
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τυμβήρης -ες [τύμβος] graf-:. ἐν τυμβήρῃ θαλάμῳ in een grafkamer Soph. Ant. 947. | |elnltext=τυμβήρης -ες [τύμβος] graf-:. ἐν τυμβήρῃ θαλάμῳ in een grafkamer Soph. Ant. 947. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τυμβ-[[ήρης]], ες<br /><b class="num">I.</b> [[entombed]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[grave]]-like, [[sepulchral]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:03, 10 January 2019
English (LSJ)
ες,
A entombed, buried, ib. 255. II grave-like, sepulchral, θάλαμος ib.947 (lyr.); ἕδρα Ar.Th. 889 ( = Trag.Adesp.65). (v. -ήρης.)
Greek (Liddell-Scott)
τυμβήρης: -ες, ἐντὸς τάφου ὤν, τεθαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 255. ΙΙ. ὅμοιος τύμβῳ, νεκρικός, θάλαμος αὐτόθι 947· ἕδραι ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 889. (Ἴδε -ήρης).
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 enseveli;
2 sépulcral, funéraire.
Étymologie: τύμβος, ἄρω.
Greek Monolingual
-ῆρες, ΜΑ
ενταφιασμένος
αρχ.
όμοιος με τύμβο, με τάφο («τάσδε τυμβήρεις ἕδρας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. φρεν-ήρης)].
Greek Monotonic
τυμβήρης: -ες,
I. αυτός που βρίσκεται μέσα σε τάφο, θαμμένος, σε Σοφ.
II. όμοιος με τάφο, νεκρικός, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τυμβήρης: 1) положенный в могилу, погребенный Soph.;
2) намогильный (ἕδρα Arph.);
3) служащий могилой (θάλαμος Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμβήρης -ες [τύμβος] graf-:. ἐν τυμβήρῃ θαλάμῳ in een grafkamer Soph. Ant. 947.
Middle Liddell
τυμβ-ήρης, ες
I. entombed, Soph.
II. grave-like, sepulchral, Soph.