ὑπεραής: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπερᾱής:''' дующий с высоты или неистово ([[ἄελλα]] Hom.). | |elrutext='''ὑπερᾱής:''' дующий с высоты или неистово ([[ἄελλα]] Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπερ-ᾱής, ές [[ἄημι]]<br />blowing [[hard]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ές, gen. έος, (ἄημι)
A blowing hard, ἄελλα Il.11.297.
German (Pape)
[Seite 1190] ές, gen. έος, von oben herab od. überaus stark wehend, ἄελλα Il. 11, 297.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερᾱής: -ές, γεν. έος, (ἄημι) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, ἄελλα Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui souffle avec violence.
Étymologie: ὑπέρ, ἄημι.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλη σφοδρότητα από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αής (< ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. του Ησύχ. ἄος
πνεῦμα), πρβλ. δυσ-αής, εὐ-αής].
Greek Monotonic
ὑπερᾱής: -ές (ἄημι), γεν. -έος, αυτός που φυσά δυνατά, με σφοδρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερᾱής: дующий с высоты или неистово (ἄελλα Hom.).