ὑπερκαταγέλαστος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερκαταγέλαστος:''' необыкновенно смешной, смехотворнейший Aeschin., Plut.
|elrutext='''ὑπερκαταγέλαστος:''' необыкновенно смешной, смехотворнейший Aeschin., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπερ-[[καταγέλαστος]], ον,<br />[[exceedingly]] [[absurd]], Aeschin.
}}
}}

Revision as of 02:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκαταγέλαστος Medium diacritics: ὑπερκαταγέλαστος Low diacritics: υπερκαταγέλαστος Capitals: ΥΠΕΡΚΑΤΑΓΕΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: hyperkatagélastos Transliteration B: hyperkatagelastos Transliteration C: yperkatagelastos Beta Code: u(perkatage/lastos

English (LSJ)

ον,

   A exceedingly absurd, Aeschin.3.192, Plu.2.4a.

German (Pape)

[Seite 1197] über die Maaßen lächerlich; Aesch. 3, 192; Plut. educ. lib. 7 A.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαταγέλαστος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν καταγέλαστος, Αἰσχίνης 81. 29, Πλούτ. 2. 4Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement ridicule.
Étymologie: ὑπέρ, καταγέλαστος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επιτ. τ.) καταγέλαστος σε μέγιστο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταγέλαστος «αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος»].

Greek Monotonic

ὑπερκαταγέλαστος: -ον, υπερβολικά γελοίος, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκαταγέλαστος: необыкновенно смешной, смехотворнейший Aeschin., Plut.

Middle Liddell

ὑπερ-καταγέλαστος, ον,
exceedingly absurd, Aeschin.