τρίπλεθρος: Difference between revisions
From LSJ
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρίπλεθρος:''' размером в три плетра (т. е. 92.5 м) Xen., Plat. | |elrutext='''τρίπλεθρος:''' размером в три плетра (т. е. 92.5 м) Xen., Plat. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρί-πλεθρος, ον, [[πλέθρον]]<br />[[three]] πλέθρα [[wide]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:09, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A three πλέθρα wide, Pl.Criti.115d, X.An.5.6.9, Inscr.Cret.1. v 21 (Arcades, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1145] drei πλέθρα lang; Plat. Critia. 115 ό; Xen. An. 5, 6, 9.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπλεθρος: -ον, ὁ ἔχων εὖρος τριῶν πλέθρων, Πλάτ. Κριτί. 115D, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 9· διάστημα τρ. Διόδ. 17, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long, large, etc. de trois arpents.
Étymologie: τρεῖς, πλέθρα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πλάτος τριών πλέθρων ή που βρίσκεται σε απόσταση ή σε έκταση τριών πλέθρων
(«ἥξετε ἐπὶ Ἶριν, τρίπλεθρον ὡσαύτως», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πλέθρον (πρβλ. ἑξάπλεθρος)].
Greek Monotonic
τρίπλεθρος: -ον (πλέθρον), αυτός που έχει πλάτος τριών πλέθρων, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τρίπλεθρος: размером в три плетра (т. е. 92.5 м) Xen., Plat.