ὑφορβός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
(4b) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑφορβός:''' ὁ [ὗς] свинопас Hom. | |elrutext='''ὑφορβός:''' ὁ [ὗς] свинопас Hom. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑ-φορβός, οῦ, ὁ, = [[συφορβός]], Od.] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A v. συφορβός, and add PPetr.2p.113 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1246] ὁ, wie συφορβός, ὑοφορβός, Sauhirt, Od. oft.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφορβός: ἴδε συφορβός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
porcher.
Étymologie: ὗς, φέρβω.
English (Autenrieth)
(ὗς, φέρβω): swineherd; with ἆνέρες, Od. 14.410. (Od.)
Greek Monolingual
και ὑοφορβός, ὁ, Α
(επικ. τ.) ο χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + -φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ἱππο-φορβός].
Greek Monotonic
ὑφορβός: ὁ, = συφορβός, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑφορβός: ὁ [ὗς] свинопас Hom.
Middle Liddell
ὑ-φορβός, οῦ, ὁ, = συφορβός, Od.]