φιλοπεύστης: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλοπεύστης:''' -ου, ὁ, αυτός που αγαπά να κάνει ερωτήσεις, [[περίεργος]]. | |lsmtext='''φῐλοπεύστης:''' -ου, ὁ, αυτός που αγαπά να κάνει ερωτήσεις, [[περίεργος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῐλο-[[πεύστης]], ου, ὁ,<br />[[fond]] of enquiring, [[curious]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = φιλοπευθής, Ptol.Tetr.160.
German (Pape)
[Seite 1283] ὁ, = φιλοπευθής, Ptolem.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπεύστης: -ου, ὁ, = φιλοπευθής, Πτολεμ. Τετράβ. 160.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. φιλοπευθής.
Étymologie: φίλος, πυνθάνομαι.
Greek Monolingual
ὁ, Α
φιλοπευθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πεύστης (< πεύθω «πληροφορούμαι»)].
Greek Monotonic
φῐλοπεύστης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπά να κάνει ερωτήσεις, περίεργος.