φιλοπεύστης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοπεύστης:''' -ου, ὁ, αυτός που αγαπά να κάνει ερωτήσεις, [[περίεργος]].
|lsmtext='''φῐλοπεύστης:''' -ου, ὁ, αυτός που αγαπά να κάνει ερωτήσεις, [[περίεργος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-[[πεύστης]], ου, ὁ,<br />[[fond]] of enquiring, [[curious]].
}}
}}

Revision as of 02:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπεύστης Medium diacritics: φιλοπεύστης Low diacritics: φιλοπεύστης Capitals: ΦΙΛΟΠΕΥΣΤΗΣ
Transliteration A: philopeústēs Transliteration B: philopeustēs Transliteration C: filopeystis Beta Code: filopeu/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = φιλοπευθής, Ptol.Tetr.160.

German (Pape)

[Seite 1283] ὁ, = φιλοπευθής, Ptolem.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπεύστης: -ου, ὁ, = φιλοπευθής, Πτολεμ. Τετράβ. 160.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. φιλοπευθής.
Étymologie: φίλος, πυνθάνομαι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φιλοπευθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πεύστης (< πεύθω «πληροφορούμαι»)].

Greek Monotonic

φῐλοπεύστης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπά να κάνει ερωτήσεις, περίεργος.

Middle Liddell

φῐλο-πεύστης, ου, ὁ,
fond of enquiring, curious.