φιλαπόδημος: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιλαπόδημος:''' любящий путешествовать Xen. | |elrutext='''φιλαπόδημος:''' любящий путешествовать Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῐλ-ᾰπόδημος, ον,<br />[[fond]] of travelling, Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A fond of travelling, X.HG4.3.2, Dicaearch.1.30, Ael.NA7.24; of Hippocrates, Sor.Vit.Hippocr.12.
German (Pape)
[Seite 1275] gern abwesend, verreisend, reiselustig, Xen. Hell. 4, 3,2.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλᾰπόδημος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀποδημῇ, νὰ ξενιτεύηται, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 2, Αἰλιαν. π. Ζ 7. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à voyager.
Étymologie: φίλος, ἀπόδημος.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλαπόδημος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται
αρχ.
αυτός που του αρέσει να ταξιδεύει, ταξιδιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπόδημος «ξενιτεμένος»].
Greek Monotonic
φῐλᾰπόδημος: -ον, αυτός που αγαπά τα ταξίδια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φιλαπόδημος: любящий путешествовать Xen.
Middle Liddell
φῐλ-ᾰπόδημος, ον,
fond of travelling, Xen.