φίλτατος: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φίλτατος:''' superl. к [[φίλος]] I.
|elrutext='''φίλτατος:''' superl. к [[φίλος]] I.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φίλτατος]], η, ον [irreg. Sup. of [[φίλος]], Hom., Trag.]
}}
}}

Revision as of 02:32, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλτᾰτος Medium diacritics: φίλτατος Low diacritics: φίλτατος Capitals: ΦΙΛΤΑΤΟΣ
Transliteration A: phíltatos Transliteration B: philtatos Transliteration C: filtatos Beta Code: fi/ltatos

English (LSJ)

η, ον, irreg. Sup. of φίλος, mostly poet., Il.6.91, al., Pi.P.9.98, A.Th.16, Ar.Ach.885, etc.; τὰ φ.

   A one's nearest and dearest, v. φίλος 1.1c; οἱ φ. A.Ch.234; less freq. in Prose, Pl.Prt.314a, Grg.513a, Lg.650a, X.Cyr.4.3.2, etc.; τὰ φ. σώματα, opp. τοὺς ἀλλοτρίους, Aeschin.3.78; cf. φίντατος.

German (Pape)

[Seite 1289] superl. zu φίλος, Hom. u. Hes., s. φίλος.

Greek (Liddell-Scott)

φίλτατος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ φίλος, Ὅμ., Ἡσ., καὶ Τραγικ.· τὰ φίλτατα, τὰ ἀγαπητότατα πρόσωπα, οἱ στενώτατοι συγγενεῖς, οἷον γονεῖς, τέκνα, ἀνὴρ ἢ γυνή, ἀδελφοὶ ἢ αδελφαί, ἴδε ἐν λ. φίλος Ι. 1. γ· σπανιώτερον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Πρωτ. 313Ε, Γοργ. 513Α, Νόμ. 650Α, Ξεν., κλπ.· ἴδε Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 964· τὰ φίλτατα σώματα, ἐναντίον τοῦ τοὺς ἀλλοτρίους, Αἰσχίν. 64. 42· πρβλ. φίντατος.

French (Bailly abrégé)

Sp. de φίλος.

English (Autenrieth)

see φίλος.

Greek Monolingual

-η, -ο / φίλτατος, -άτη, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φίντατος Α
(υπερθ. βαθμός) ο πάρα πολύ αγαπητός, προσφιλέστατος
μσν.-αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φίλτατοι και τὰ φίλτατα
τα πιο προσφιλή πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. -τατος τών επιθ. υπερθετικού βαθμού (βλ. και λ. φίλος)].

Greek Monotonic

φίλτατος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του φίλος, σε Όμηρ., Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

φίλτατος: superl. к φίλος I.

Middle Liddell

φίλτατος, η, ον [irreg. Sup. of φίλος, Hom., Trag.]