χρησμοποιός: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρησμοποιός:''' ὁ перелагатель оракулов в стихи (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.). | |elrutext='''χρησμοποιός:''' ὁ перелагатель оракулов в стихи (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χρησμο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />[[making]] oracles in [[verse]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 10 January 2019
English (LSJ)
όν,
A making oracles in verse, Luc.Alex. 23.
German (Pape)
[Seite 1375] Orakel in Verse fassend, Luc. Alex. 23.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμοποιός: -όν, ὁ στιχουργῶν χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui compose des oracles (en vers).
Étymologie: χρησμός, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
αυτός που γράφει χρησμούς σε στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -ποιός].
Greek Monotonic
χρησμοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χρησμοποιός: ὁ перелагатель оракулов в стихи (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.).