χρηματοδαίτης: Difference between revisions
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρημᾰτοδαίτης:''' дор. [[χρηματοδαίτας|χρηματοδαίτᾱς]], ου adj. m разделяющий имущество: κτεάνων χ. πικρὸς [[σίδαρος]] Aesch. жестокое железо, разделяющее (по-новому отцовское) достояние. | |elrutext='''χρημᾰτοδαίτης:''' дор. [[χρηματοδαίτας|χρηματοδαίτᾱς]], ου adj. m разделяющий имущество: κτεάνων χ. πικρὸς [[σίδαρος]] Aesch. жестокое железо, разделяющее (по-новому отцовское) достояние. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χρημᾰτο-[[δαίτης]], ου, ὁ, [[δαίω]]<br />a divider of [[wealth]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ου, Dor. -τας, ὁ,
A divider of wealth, κτεάνων χ. A.Th.729(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1374] ὁ, der das Vermögen theilt, Aesch. Spt. 711.
Greek (Liddell-Scott)
χρημᾰτοδαίτης: -ου, ὁ, ὁ διανέμων, διαμοιράζων τὴν περιουσίαν, κτεάνων χρ. Αἰσχύλ. Θήβ. 730.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui répartit les biens.
Étymologie: χρῆμα, δαίομαι.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χρηματοδαίτας, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που διαμοιράζει την περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + -δαίτης (< δαίομαι «μοιράζω»), πρβλ. ξενο-δαίτης].
Greek Monotonic
χρημᾰτοδαίτης: -ου, ὁ (δαίω), αυτός που διαμοιράζει τον πλούτο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
χρημᾰτοδαίτης: дор. χρηματοδαίτᾱς, ου adj. m разделяющий имущество: κτεάνων χ. πικρὸς σίδαρος Aesch. жестокое железо, разделяющее (по-новому отцовское) достояние.