χάλκευμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χάλκευμα:''' ατος τό медное (бронзовое) изделие: δύσλυτα χαλκεύματα Aesch. неразрывные оковы; περιβαλεῖν χαλκεύματι Aesch. настигнуть (кого-л.) мечом.
|elrutext='''χάλκευμα:''' ατος τό медное (бронзовое) изделие: δύσλυτα χαλκεύματα Aesch. неразрывные оковы; περιβαλεῖν χαλκεύματι Aesch. настигнуть (кого-л.) мечом.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χάλκευμα]], ατος, τό, [[χαλκεύω]]<br />[[anything]] made of [[brass]], e. g. an axe or [[sword]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 02:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλκευμα Medium diacritics: χάλκευμα Low diacritics: χάλκευμα Capitals: ΧΑΛΚΕΥΜΑ
Transliteration A: chálkeuma Transliteration B: chalkeuma Transliteration C: chalkevma Beta Code: xa/lkeuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything made of brass, e.g. an axe or sword, A.Ch.576.    2 in pl., brazen bonds, Id.Pr.19.

German (Pape)

[Seite 1330] τό, jedes aus Erz oder Kupfer gearbeitete, geschmiedete Geräth; Fessel, δυσλύτοις χαλκεύμασι προσπασσαλεύσω Aesch. Prom. 19; νεκρὸν θήσω, ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι Ch. 569.

Greek (Liddell-Scott)

χάλκευμα: τό, τὸ ἐκ χαλκοῦ πεποιημένον, π. χ. πέλεκυςξίφος, Αἰσχύλ. Χο. 576. 2) ἐν τῷ πληθ., δεσμὰ ἐκ χαλκοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tout ouvrage en airain (chaîne, épée, etc.).
Étymologie: χαλκεύω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ χαλκεύω
καθετί το κατασκευασμένο από χαλκό
νεοελλ.
μτφ. συκοφαντία, σκευωρία, μηχανορραφία
αρχ.
στον πληθ. τὰ χαλκεύματα
δεσμά από χαλκό.

Greek Monotonic

χάλκευμα: -ατος, τό (χαλκεύω), οτιδήποτε φτιαγμένο από χαλκό, π.χ. πέλεκυς ή ξίφος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χάλκευμα: ατος τό медное (бронзовое) изделие: δύσλυτα χαλκεύματα Aesch. неразрывные оковы; περιβαλεῖν χαλκεύματι Aesch. настигнуть (кого-л.) мечом.

Middle Liddell

χάλκευμα, ατος, τό, χαλκεύω
anything made of brass, e. g. an axe or sword, Aesch.