ψαλιδόστομος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ψᾰλῐδόστομος:''' со ртом как ножницы, клещеротый (καρκίνοι Batr.).
|elrutext='''ψᾰλῐδόστομος:''' со ртом как ножницы, клещеротый (καρκίνοι Batr.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψᾰλῐδό-στομος, ον,<br />nipper-mouthed, of a [[crab]], Batr.
}}
}}

Revision as of 02:43, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰλῐδόστομος Medium diacritics: ψαλιδόστομος Low diacritics: ψαλιδόστομος Capitals: ΨΑΛΙΔΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: psalidóstomos Transliteration B: psalidostomos Transliteration C: psalidostomos Beta Code: yalido/stomos

English (LSJ)

ον,

   A nipper-mouthed, Com. epith. of crabs, Batr.295.

German (Pape)

[Seite 1390] Scheermund, kom. Beiw. der Taschenkrebse, Batr. 297.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰλιδόστομος: -ον, ὁ ἔχων στόμα ὅμοιον ψαλίδι, κωμικὸν ἐπίθ. καρκίνου, Βατραχομ. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la bouche est une pince, dont la bouche est armée de pinces (crabe).
Étymologie: ψαλίς, στόμα.

Greek Monolingual

-ον, Α
(στον Αριστοφ.) (ως κωμικός χαρακτηρισμός του κάβουρα) αυτός που το στόμα του μοιάζει με ψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος + -στομος (< στόμα), πρβλ. χαλκό-στομος].

Greek Monotonic

ψᾰλῐδόστομος: -ον, αυτός που έχει στόμα σαν ψαλίδα, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

ψᾰλῐδόστομος: со ртом как ножницы, клещеротый (καρκίνοι Batr.).

Middle Liddell

ψᾰλῐδό-στομος, ον,
nipper-mouthed, of a crab, Batr.