ὠτίς: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὠτίς:''' ίδος ἡ зоол. (предполож.) дрофа (Otis tarda) Xen., Arst., Plut. | |elrutext='''ὠτίς:''' ίδος ἡ зоол. (предполож.) дрофа (Otis tarda) Xen., Arst., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὠτίς]], ίδος, ἡ, [οὖς]<br />a [[kind]] of bustard with [[long]] earfeathers, prob. the [[great]] bustard, Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (οὖς)
A bustard, Otis tarda, X.An.1.5.2sq., Arist.HA 509a4, al., Ael.NA5.24, Opp.C.2.407; cf. οὐτίς, ὀτίς. II μυὸς ὠτίς, v. μυοσωτίς.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτίς: -ίδος, ἡ, (οὖς) εἶδος πτηνοῦ ἔχοντος μέγεθος χηνὸς καὶ περὶ τοὺς κροτάφους πτερά, ἐν Θεσσαλίᾳ λέγεται νῦν «δρόμπλιον» καὶ Τουρκιστὶ «τόϊ», πιθαν. ἡ Otis tarda (Γαλλ. οutarde), ἐνῆσαν δὲ καὶ ὠτίδες Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 17, 31., 9. 33, Αἰλ. περὶ Ζῴων 5. 24· πρβλ. ὠτός.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte d’oiseau, pê outarde (lat. otis tarda).
Étymologie: οὖς.
Greek Monolingual
-ίδος, η, / ὠτίς, ΝΜΑ
βλ. ωτίδα.
Greek Monotonic
ὠτίς: -ίδος, ἡ (οὖς), είδος γερανού με μακριά φτερά πιθ. ο αγριόγαλλος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὠτίς: ίδος ἡ зоол. (предполож.) дрофа (Otis tarda) Xen., Arst., Plut.
Middle Liddell
ὠτίς, ίδος, ἡ, [οὖς]
a kind of bustard with long earfeathers, prob. the great bustard, Xen.