κερδοσύνη: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
(nl) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κερδοσύνη -ης, ἡ [κέρδος] listigheid:. ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν hij probeerde (mij) listig te ontwijken Od. 4.251. | |elnltext=κερδοσύνη -ης, ἡ [κέρδος] listigheid:. ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν hij probeerde (mij) listig te ontwijken Od. 4.251. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κερδοσύνη]], ἡ,<br />like [[κερδαλεότης]], [[cunning]], [[craft]]: dat. κερδοσύνῃ as adv., by [[craft]], [[cunningly]], Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A cunning, craft: dat. κερδοσύνῃ as Adv., cunningly, Il.22.247, Od.4.251, 14.31: pl., ἐπὶ κερδοσύνας τετραμμένοι Cleanth. Hymn.1.28.
German (Pape)
[Seite 1424] ἡ, Schlauheit, Klugheit; Hom. nur im dat. κερδοσύνῃ, in adverbialer Bdtg, listig, kiüglich, Il. 22, 247 Od. 14, 30 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κερδοσύνη: ἡ, ὡς τὸ κερδαλεότης, πανουργία, δόλος, πολυτροπία· ὁ Ὅμηρος χρῆται μόνον τῇ δοτ. κερδοσύνῃ ὡς ἐπίρρ., διὰ πανουργίας, δολίως, Ἰλ. Χ. 247, Ὀδ. Δ. 251, Ξ. 31.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
seul. dat. adv. • κερδοσύνῃ avec ruse, avec fourberie.
Étymologie: κέρδος.
English (Autenrieth)
craft; only dat. as adv., cunningly, craftily.
Greek Monolingual
κερδοσύνη, ἡ (Α) (κέρδος)
1. πανουργία, δόλος, πονηριά
2. (στον Όμ. μόνο η δοτ. ως επίρρ.) κερδοσύνη
με δόλιο τρόπο, με πανουργία, με πονηρία («κερδοσύνῃ ἡγήσατ' Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
κερδοσύνη: ἡ όπως το κερδαλεότης, πανουργία, δόλος, πολυτροπία· δοτ., κερδοσύνῃ ως επίρρ., με πανουργία, δόλια, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
κερδοσύνη: ἡ хитрость; (только dat.) κερδοσύνῃ Hom. хитро.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κερδοσύνη -ης, ἡ [κέρδος] listigheid:. ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν hij probeerde (mij) listig te ontwijken Od. 4.251.
Middle Liddell
κερδοσύνη, ἡ,
like κερδαλεότης, cunning, craft: dat. κερδοσύνῃ as adv., by craft, cunningly, Hom.