κολακικός: Difference between revisions
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κολακικός -ή -όν [κόλαξ] vleiend; subst. ἡ κολακική ( sc. τέχνη) vleierij. | |elnltext=κολακικός -ή -όν [κόλαξ] vleiend; subst. ἡ κολακική ( sc. τέχνη) vleierij. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κολᾰκικός, ή, όν = [[κολακευτικός]], Plat.] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A = κολακευτικός, Arist.EE1222b4: ἡ -κή (sc. τέχνη), = κολακεία, Pl.Grg.502d, Sph.222e: Comp. -ώτερος Luc.Pr.Im.22: Sup. -ώτατος, πρὸς, τοὺς ὑπερέχοντας Plb.13.4.5. Adv. -κῶς Poll.4.51, Aristaenet.1.16, Chor.in Rh.Mus.49.521, v.l. in Str. 17.1.43.
German (Pape)
[Seite 1472] = κολακευτικός; Plat. Gorg. 522 d; θωπεῖαι Legg. I, 633 d; Folgde; κολακικώτατος πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Pol. 13, 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κολᾰκικός: -ή, -όν, = κολακευτικός, Πλάτ. Γοργ. 502D, καὶ ἀλλ.· ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), = κολακεία, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 222Ε· συγκρ. κολακικώτερος Λουκ. π. Εἰκ. 22· ὑπερθ. κολακικώτατος πρός τινα Πολύβ. 13. 4, 5. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 51.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de flatteur;
Cp. κολακικώτερος, Sp. κολακικώτατος.
Étymologie: κόλαξ.
Greek Monolingual
κολακικός, -ή, -όν (Α) κόλαξ
1. κολακευτικός («πρὸς μὲν τοὺς ταπεινοτέρους τολμηρότατος, πρὸς δὲ τοὺς ὑπερέχοντας κολακικώτατος», Πολ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κολακική (ενν. τέχνη)
η κολακεία.
επίρρ...
κολακικώς (AM)
κολακευτικώς.
Greek Monotonic
κολᾰκικός: -ή, -όν = κολακευτικός, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κολᾰκικός: Plat., Polyb. = κολακευτικός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολακικός -ή -όν [κόλαξ] vleiend; subst. ἡ κολακική ( sc. τέχνη) vleierij.
Middle Liddell
κολᾰκικός, ή, όν = κολακευτικός, Plat.]