κορυνήτης: Difference between revisions
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κορυνήτης -ου, ὁ [κορύνη] met een knots gewapend. | |elnltext=κορυνήτης -ου, ὁ [κορύνη] met een knots gewapend. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κορῠνήτης, ου, [from [[κορύνη]]<br />a [[club]]-[[bearer]], [[mace]]-[[bearer]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:02, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, ὁ,
A club-bearer, mace-bearer, Il.7.9, 138, Paus.8.11.4.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνήτης: -ου, ὁ, ὁ φέρων ῥόπαλον, ῥοπαλοφόρος, Ἰλ. Η. 9, 138, Παυσ. 8. 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
homme armé d’une massue ; particul. l’homme à la massue (le brigand Périphétès).
Étymologie: κορύνη.
English (Autenrieth)
club-brandisher. (Il.)
Greek Monolingual
ο (Α κορυνήτης)
οπλισμένος με πολεμικό ρόπαλο, ροπαλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. -της, που συν. εμφανίζεται σε μεταρρμ. παρ.].
Greek Monotonic
κορῠνήτης: -ου, ὁ, ραβδούχος, ροπαλοφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κορῠνήτης: ου ὁ булавоносец, палиценосец Hom., Diod., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυνήτης -ου, ὁ [κορύνη] met een knots gewapend.