κραταίπεδος: Difference between revisions
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρᾰταίπεδος:''' с крепким основанием, крепкий ([[οὖδας]] Hom.). | |elrutext='''κρᾰταίπεδος:''' с крепким основанием, крепкий ([[οὖδας]] Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κρᾰταί-πεδος, ον [[πέδον]]<br />with [[hard]] [[ground]] or [[soil]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with hard ground or soil, οὖδας Od.23.46.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίπεδος: -ον, ἔχων τραχύ, σκληρὸν ἔδαφος, κραταίπεδον οὖδας, «λιθόστρωτον ἔδαφος» (Σχόλ), Ὀδ. Ψ. 46.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol ferme.
Étymologie: κραταιός, πέδον.
English (Autenrieth)
(πέδον): with strong (hard) footing or surface, Od. 23.46†.
Greek Monolingual
κραταίπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» — λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί-πεδος, χαλκό-πεδος].
Greek Monotonic
κρᾰταίπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει σκληρό, τραχύ έδαφος, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραταίπεδος -ον [κραταιός, πέδον] met harde grond.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταίπεδος: с крепким основанием, крепкий (οὖδας Hom.).