κτηνηδόν: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κτηνηδόν [κτῆνος] adv., als beesten. | |elnltext=κτηνηδόν [κτῆνος] adv., als beesten. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κτῆνος]]<br />like beasts, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:10, 10 January 2019
English (LSJ)
Adv., (κτῆνος)
A like beasts, Hdt.4.180.
German (Pape)
[Seite 1519] nach Art des Viehes, μισγόμενοι, Her. 4, 180.
Greek (Liddell-Scott)
κτηνηδόν: Ἐπίρρ. (κτῆνος) δίκην κτήνους, ὡς κτῆνος, κτηνηδὸν μισγόμενοι Ἡρόδ. 4. 180.
French (Bailly abrégé)
adv.
comme les bestiaux.
Étymologie: κτῆνος, -δον.
Greek Monolingual
κτηνηδόν (Α)
επίρρ. σαν κτήνος, σαν τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγελ-ηδόν, λεοντ-ηδόν)].
Greek Monotonic
κτηνηδόν: επίρρ. (κτῆνος), όπως τα θηρία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κτηνηδόν: adv. подобно скоту, по-скотски (μισγόμενοι Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτηνηδόν [κτῆνος] adv., als beesten.
Middle Liddell
κτῆνος
like beasts, Hdt.