λευκοπάρειος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λευκοπάρειος:''' ион. λευκοπάρῃος 2 (ᾰ) с бледными ланитами (sc. [[παρθένος]] Anth.). | |elrutext='''λευκοπάρειος:''' ион. λευκοπάρῃος 2 (ᾰ) с бледными ланитами (sc. [[παρθένος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λευκο-πάρειος, ιονιξ -ῃος, ον [[παρειά]]<br />[[fair]]-cheeked, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A faircheeked, ib.5.159 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 34] weißwangig, Mel. 83 V, 160).
Greek (Liddell-Scott)
λευκοπάρειος: Ἰων. ῃος, ον, ἔχων λευκάς, ὡραίας παρειάς, Ἀνθ. Π. 5. 160, Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux joues blanches.
Étymologie: λευκός, παρειά.
Greek Monolingual
-ο (Α λευκοπάρειος, ιων. τ. λευκοπάρῃος, -ον)
αυτός που έχει λευκά, ωραία μάγουλα.
Greek Monotonic
λευκοπάρειος: [ᾰ], Ιων. λευκοπάρῃος, -ον (παρειά), αυτός που έχει λευκά, ωραία μάγουλα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λευκοπάρειος: ион. λευκοπάρῃος 2 (ᾰ) с бледными ланитами (sc. παρθένος Anth.).