λιτόβιος: Difference between revisions
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῑτόβιος:''' -ον (λῐτός), αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με [[φειδώ]], [[λιτά]], σε Στράβ. | |lsmtext='''λῑτόβιος:''' -ον (λῐτός), αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με [[φειδώ]], [[λιτά]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῑτό-βιος, ον [λῑτός]<br />[[living]] [[plainly]] or [[sparingly]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, (λιτός)
A living plainly or sparingly, Str.15.1.34.
Greek (Liddell-Scott)
λῑτόβιος: -ον, (λῑτὸς) ζῶν ἁπλῶς, ἀπερίττως ἢ μετὰ φειδοῦς, Στράβ. 701.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit simplement.
Étymologie: λιτός, βίος.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λιτόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει λιτά, λιτοδίαιτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιτόβιο(ν)
ο λιτός βίος, η λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + βίος (πρβλ. κοινό-βιος, λιπό-βιος)].
Greek Monotonic
λῑτόβιος: -ον (λῐτός), αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με φειδώ, λιτά, σε Στράβ.