Μαιώτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
(3)
(1ba)
Line 15: Line 15:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Μαιώτης:''' ион. [[Μαιήτης]], ου ὁ Мэот или Мэет (река в Сарматии, то же, что [[Τάναϊς]], ныне Дон) Her.
|elrutext='''Μαιώτης:''' ион. [[Μαιήτης]], ου ὁ Мэот или Мэет (река в Сарматии, то же, что [[Τάναϊς]], ныне Дон) Her.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Μαιώτης]], ου,<br /><b class="num">1.</b> Maeotian, ποταμὸς M. the [[Tanais]], Hdt.:— [[Μαιῶτις]], [[λίμνη]] the Palus [[Maeotis]], Sea of Azof, Aesch., etc.; ἡ [[λίμνη]] ἡ [[Μαιῆτις]] (ionic) Hdt.<br /><b class="num">2.</b> [[Μαιωτικός]], ή, όν, αὐλὼν M., i. e. the Cimmerian [[Bosporus]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 03:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μαιῶται Medium diacritics: Μαιώτης Low diacritics: Μαιώτης Capitals: ΜΑΙΩΤΗΣ
Transliteration A: Maiṓtēs Transliteration B: Maiōtēs Transliteration C: Maiotis Beta Code: *maiw=tai

English (LSJ)

Ion. Μαιῆται, οἱ, Maeotians, a Scythian tribe to the north of the Black Sea, Hdt.4.123, X.Mem.2.1.10.

   II as Adj. Μαιώτης, ου, Maeotian, ποταμὸς M. the Tanais, Hdt.4.45:—fem. Μαιῶτις λίμνη the Palus Maeotis, Sea of Azof, A.Pr.418 (lyr.), etc.; ἡ λίμνη ἡ Μαιῆτις (Ion.) Hdt.1.104, etc.: μαιώτης, ου, ὁ,

   A a fish caught there, and in the Nile, Archipp.26, Ael.NA10.19.    2 Μαιωτικός, ή, όν, αὐλὼν M., i.e. the Cimmerian Bosporus, A.Pr.731.

Greek Monolingual

Μαιώτης, ιων. Μαιήτης, ὁ, θηλ. Μαιῶτις και ιων. τ. Μαιῆτις (Α)
1. στον πληθ. σκυθική φυλή που κατοικούσε στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου
2. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα τών Σκυθών, στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου
β) είδος ψαριού που αλιευόταν στην Αζοφική Θάλασσα και στον Νείλο.

Russian (Dvoretsky)

Μαιώτης: ион. Μαιήτης, ου ὁ Мэот или Мэет (река в Сарматии, то же, что Τάναϊς, ныне Дон) Her.

Middle Liddell

Μαιώτης, ου,
1. Maeotian, ποταμὸς M. the Tanais, Hdt.:— Μαιῶτις, λίμνη the Palus Maeotis, Sea of Azof, Aesch., etc.; ἡ λίμνηΜαιῆτις (ionic) Hdt.
2. Μαιωτικός, ή, όν, αὐλὼν M., i. e. the Cimmerian Bosporus, Aesch.