Μηλίς: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Μηλίς:''' ίδος ἡ Мелида<br /><b class="num">1)</b> тж. Μ. γῆ Her., область в южн. Фессалии Her. etc.;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[Μῆλος]].
|elrutext='''Μηλίς:''' ίδος ἡ Мелида<br /><b class="num">1)</b> тж. Μ. γῆ Her., область в южн. Фессалии Her. etc.;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[Μῆλος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Μηλίς]], ίδος, ἡ, [ionic for Μᾱλίς, with or without γῆ]<br />[[Malis]] in [[Trachis]], Hdt.; cf. [[Μηλιεύς]].
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μηλίς Medium diacritics: Μηλίς Low diacritics: Μηλίς Capitals: ΜΗΛΙΣ
Transliteration A: Mēlís Transliteration B: Mēlis Transliteration C: Milis Beta Code: *mhli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A v. Μηλιεύς.

French (Bailly abrégé)

1ίδος
adj. f.
Μηλὶς γῆ, ou simpl.Μηλίς le territoire de Mèlis, la Mélide, contrée de Thessalie ; Mηλὶς λίμνη SOPH c. Μηλιεὺς κόλπος.
Étymologie:.
2ίδος
adj. f.
de Mèlos.
Étymologie: Μῆλος.

Greek Monolingual

(I)
Μηλίς, ἡ (Α)
βλ. μηλιακός και Μηλιεύς.
(II)
Μηλίς, -ίδος (Α)
νύμφη προστάτιδα τών ποιμνίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «ποίμνιο» + κατάλ. -ίς (πρβλ. Δαυλ-ίς)].

Greek Monotonic

Μηλίς: -ίδος, ἡ, Ιων. αντί Μᾱλίς, με ή χωρίς το γῆ, η Μηλίδα, στην Τραχίνα, σε Ηρόδ.· πρβλ. Μηλιεύς.

Russian (Dvoretsky)

Μηλίς: ίδος adj. f малийская: Μ. λίμνη Soph. = Μηλιεὺς κόλπος.

Russian (Dvoretsky)

Μηλίς: ίδος ἡ Мелида
1) тж. Μ. γῆ Her., область в южн. Фессалии Her. etc.;
2) Plut. = Μῆλος.

Middle Liddell

Μηλίς, ίδος, ἡ, [ionic for Μᾱλίς, with or without γῆ]
Malis in Trachis, Hdt.; cf. Μηλιεύς.