μεγαλαλκής: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεγᾰλαλκής:''' весьма сильный, могучий ([[πίστις]] Plut.). | |elrutext='''μεγᾰλαλκής:''' весьма сильный, могучий ([[πίστις]] Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μεγᾰλ-αλκής, ές [[ἀλκή]]<br />of [[great]] [[strength]], ap. Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A = μεγαλοσθενής, Hsch.
German (Pape)
[Seite 104] ές, von großer Stärke, Sp., wie Or. Sib.; poet. bei Plut. Flam. 16; Hesych. erkl. μεγαλοσθενής.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλαλκής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην ἰσχύν, Παιὰν ἐν Πλουτ. Φλαμ. 16. κλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’une grande force, d’une grande puissance.
Étymologie: μέγας, ἀλκή.
Greek Monolingual
μεγαλαλκής, -ές (Α)
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -αλκής (< ἀλκή), πρβλ. αριστ-αλκής, παν-αλκής].
Greek Monotonic
μεγᾰλαλκής: -ές (ἀλκή), αυτός που είναι πολύ δυνατός, στον Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλαλκής: весьма сильный, могучий (πίστις Plut.).