μονόκωπος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μονόκωπος:''' один работающий веслами, одиноко гребущий ([[ἀνήρ]] Eur.). | |elrutext='''μονόκωπος:''' один работающий веслами, одиноко гребущий ([[ἀνήρ]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μονό-κωπος, ον [κωπή]<br />with one oar or one [[ship]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with one oar: poet., with one ship, E.Hel.1128 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 203] allein rudernd, ἀνήρ, Eur. Hel. 1139.
Greek (Liddell-Scott)
μονόκωπος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον κώπην· ποιητ., ὁ ἔχων ἓν μόνον πλοῖον, Εὐρ. Ἑλ. 1128.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui rame seul ; qui n’a qu’une rame.
Étymologie: μόνος, κώπη.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόκωπος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο κουπί
νεοελλ.
(για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε κάθε πάγκο
αρχ.
αυτός που έχει ένα μόνο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κωπος(< κώπη «κουπί»), πρβλ. μακρό-κωπος].
Greek Monotonic
μονόκωπος: -ον (κώπη), αυτός που έχει μόνο ένα κουπί ή μόνο ένα πλοίο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μονόκωπος: один работающий веслами, одиноко гребущий (ἀνήρ Eur.).
Middle Liddell
μονό-κωπος, ον [κωπή]
with one oar or one ship, Eur.