ναυσικλυτός: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(3b) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ναυσικλῠτός:''' Hom., Pind. = [[ναυσικλειτός]]. | |elrutext='''ναυσικλῠτός:''' Hom., Pind. = [[ναυσικλειτός]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ναυσι-κλῠτός, όν = ναυσῐπέρᾱτος, epith. of the [[Phaeacians]], Od.] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:05, 10 January 2019
English (LSJ)
όν, = foreg., Φαίηκες, Φοίνικες, Od.7.39, 15.415; fem.
A ναυσικλυτάν Pi. N.5.9.
German (Pape)
[Seite 232] = Vorigem; Φαίηκες, Od. 7, 39, Φοίνικες, 15, 415; ναυσικλυτάν, Pind. N. 5, 9; sp. D., wie Opp. Hal. 3, 208.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσικλῠτός: -όν, = τῷ προηγ., ἐπίθ. τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Η. 39· τῶν Φοινίκων, Ο. 415· θηλ. ναυσικλυτάν, Πινδ. Ν. 5. 16.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. ναυσικλειτός.
Étymologie: ναῦς, κλύω.
English (Autenrieth)
= ναυσικλειτός, pl., epith. of the Phaeacians and the Phoenicians, Od. 15.415.
English (Slater)
ναυσικλῠτός, -ά, -όν
1 famed for its ships τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο (Αἴγιναν) (N. 5.9) κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1)
Greek Monolingual
ναυσικλυτός, -όν (Α)
ναυσικλειτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + κλυτός «ένδοξος»].
Greek Monotonic
ναυσικλῠτός: -όν = το προηγ., επίθ. για τους Φαίακες, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ναυσικλῠτός: Hom., Pind. = ναυσικλειτός.
Middle Liddell
ναυσι-κλῠτός, όν = ναυσῐπέρᾱτος, epith. of the Phaeacians, Od.]