Μούσειος: Difference between revisions
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
(5) |
(1ba) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Μούσειος:''' -ον ([[Μοῦσα]]), Αιολ. Μοισαῖος, -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στις Μούσες, σε Ευρ.· [[ἅρμα]] Μοισαῖον, [[άρμα]], η [[άμαξα]] της Ποίησης, σε Πίνδ.· [[λίθος]] [[Μούσειος]], [[μνημείο]] από ή για τα τραγούδια, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μουσικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''Μούσειος:''' -ον ([[Μοῦσα]]), Αιολ. Μοισαῖος, -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στις Μούσες, σε Ευρ.· [[ἅρμα]] Μοισαῖον, [[άρμα]], η [[άμαξα]] της Ποίησης, σε Πίνδ.· [[λίθος]] [[Μούσειος]], [[μνημείο]] από ή για τα τραγούδια, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μουσικός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Μούσειος]], ον [[Μοῦσα]]<br /><b class="num">I.</b> of or belonging to the Muses, Eur.; [[ἅρμα]] Μοισαῖον the car of [[poesy]], Pind.; [[λίθος]] M. a [[monument]] of [[song]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> [[musical]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, Aeol. Μοισαῖος, α, ον, (Μοῦσα)
A of or belonging to the Muses, ἕδρα E.Ba.410 (lyr.); Μοισαῖον ἅρμα the car of Poesy, Pi.I.8 (7).67; λίθος M. a monument of song, Id.N.8.47. II musical, κέλαδος AP9.372.
Greek (Liddell-Scott)
Μούσειος: -ον, Αἰολ. Μοισαῖος, α, ον, (Μοῦσα) ὁ ἀνήκων εἰς τὰς Μούσας, μουσικός, ἕδρα Εὐρ. Βάκχ. 408· ἅρμα Μοισαῖον, τὸ ἅρμα τῆς ποιήσεως, Πινδ. Ι. 8 (7) 133· λίθος Μ., μνημεῖον ἐξ ᾀσμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 8. 80. ΙΙ. μουσικός, κέλαδος Ἀνθ. Π. 9. 372. - Ὁ συνήθης τύπος εἶναι: μουσικός.
Greek Monotonic
Μούσειος: -ον (Μοῦσα), Αιολ. Μοισαῖος, -α, -ον,
I. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στις Μούσες, σε Ευρ.· ἅρμα Μοισαῖον, άρμα, η άμαξα της Ποίησης, σε Πίνδ.· λίθος Μούσειος, μνημείο από ή για τα τραγούδια, στον ίδ.
II. μουσικός, σε Ανθ.
Middle Liddell
Μούσειος, ον Μοῦσα
I. of or belonging to the Muses, Eur.; ἅρμα Μοισαῖον the car of poesy, Pind.; λίθος M. a monument of song, Pind.
II. musical, Anth.