νεηκονής: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεηκονής:''' недавно отточенный ([[σφαγεύς]] Soph.).
|elrutext='''νεηκονής:''' недавно отточенный ([[σφαγεύς]] Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νε-ηκονής, ές [[ἀκόνη]] = [[νεηκής]], Soph.]
}}
}}

Revision as of 04:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεηκονής Medium diacritics: νεηκονής Low diacritics: νεηκονής Capitals: ΝΕΗΚΟΝΗΣ
Transliteration A: neēkonḗs Transliteration B: neēkonēs Transliteration C: neikonis Beta Code: nehkonh/s

English (LSJ)

ές, (ἀκόνη) = foreg., S.Aj.820.

German (Pape)

[Seite 236] ές, neu geschärft, θηγάνῃ νεηκονής, vom Schwerte, Soph. Ai. 807.

Greek (Liddell-Scott)

νεηκονής: -ές, (ἀκόνη) = νεηκής, Σοφ. Αἴ. 820.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νεήκης.
Étymologie: νέος, ἀκονάω.

Greek Monolingual

νεηκονής, -ές (Α)
νεήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ἀκόνη. Το -η- του τ. (αντί -ακονής) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

νεηκονής: -ές (ἀκόνη), = νεηκής, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νεηκονής: недавно отточенный (σφαγεύς Soph.).

Middle Liddell

νε-ηκονής, ές ἀκόνη = νεηκής, Soph.]