Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀστρακεύς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀστρᾰκεύς:''' -έως, ὁ ([[ὄστρακον]]), κεραμικό [[αγγείο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀστρᾰκεύς:''' -έως, ὁ ([[ὄστρακον]]), κεραμικό [[αγγείο]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀστρᾰκεύς, έως, ὁ, [[ὄστρακον]]<br />a [[potter]], Anth.
}}
}}

Revision as of 04:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρᾰκεύς Medium diacritics: ὀστρακεύς Low diacritics: οστρακεύς Capitals: ΟΣΤΡΑΚΕΥΣ
Transliteration A: ostrakeús Transliteration B: ostrakeus Transliteration C: ostrakeys Beta Code: o)strakeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A potter, APl.4.191 (Nicaen.).

German (Pape)

[Seite 400] ὁ, der Verfertiger irdener Geschirre, Töpfer, Nicaenet. 2 (Plan. 191).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκεύς: έως, ὁ, κεραμεύς, Ἀνθολ. Πλαν. 191.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
potier.
Étymologie: ὄστρακον.

Greek Monolingual

ὀστρακεύς, -έως, ὁ (Α)
κεραμέας, κατασκευαστής πήλινων ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. -εύς (πρβλ. κεραμ-εύς)].

Greek Monotonic

ὀστρᾰκεύς: -έως, ὁ (ὄστρακον), κεραμικό αγγείο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀστρᾰκεύς, έως, ὁ, ὄστρακον
a potter, Anth.