πανθυμαδόν: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(nl)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πανθυμαδόν [πᾶς, θυμός] adv., hartgrondig.
|elnltext=πανθυμαδόν [πᾶς, θυμός] adv., hartgrondig.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θυμός]]<br />in [[high]] [[wrath]], Od.
}}
}}

Revision as of 05:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανθῡμᾰδόν Medium diacritics: πανθυμαδόν Low diacritics: πανθυμαδόν Capitals: ΠΑΝΘΥΜΑΔΟΝ
Transliteration A: panthymadón Transliteration B: panthymadon Transliteration C: panthymadon Beta Code: panqumado/n

English (LSJ)

Adv.

   A most heartily, Od.18.33.

German (Pape)

[Seite 460] ganz, sehr erzürnt, mit ganzem Muthe, Od. 18, 33; – einmüthig, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

πανθῡμᾰδόν: Ἐπίρρ., παντὶ τῷ θυμῷ, «ἄγαν ὀργίλως» (Σχόλ.) Ὀδ. Σ. 33· σχηματιθὲν ὡς τὸ ὁμοθυμαδόν. ΙΙ. πάντες συμφώνως, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à fait en colère, avec fureur.
Étymologie: πᾶν, θυμός, -δον.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. μσν. με τη συμφωνία όλων
αρχ.
ολόψυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θυμός + επιρρμ. κατάλ. -αδόν, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πάνθυμος (πρβλ. ομο-θυμαδόν)].

Russian (Dvoretsky)

πανθῡμᾰδόν: adv. весьма сердито, крайне злобно (ὀκριᾶσθαι Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανθυμαδόν [πᾶς, θυμός] adv., hartgrondig.

Middle Liddell

θυμός
in high wrath, Od.