πλατάγημα: Difference between revisions

From LSJ

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
(3b)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πλᾰτάγημα:''' ατος (τᾰ) τό треск Theocr., Anth.
|elrutext='''πλᾰτάγημα:''' ατος (τᾰ) τό треск Theocr., Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλᾰτάγημα, ατος, τό, [[πλαταγέω]]<br />a clapping, Theocr.
}}
}}

Revision as of 05:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτᾰγημα Medium diacritics: πλατάγημα Low diacritics: πλατάγημα Capitals: ΠΛΑΤΑΓΗΜΑ
Transliteration A: platágēma Transliteration B: platagēma Transliteration C: platagima Beta Code: plata/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A crack, of the τηλέφιλον (q. v.), Theoc.3.29, AP5.295 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 626] τό, das Geklatschte, τηλέφιλον, Agath. 9 (V, 296). Vgl. πλαταγέω u. πλαταγώνιον.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτάγημα: τό, κρότημα, Θεόκρ. 3. 29, Ἀνθ. Π. 5. 296.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. πλαταγή.
Étymologie: πλαταγέω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πλαταγώ
η σύγκρουση πλατιών σωμάτων και ο κρότος που παράγεται από αυτήν, πλαταγή.

Greek Monotonic

πλᾰτάγημα: -ατος, τό (πλαταγέω), κρότος, πλατάγισμα, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατάγημα -ατος, τό [πλαταγέω] klap, geluid.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτάγημα: ατος (τᾰ) τό треск Theocr., Anth.

Middle Liddell

πλᾰτάγημα, ατος, τό, πλαταγέω
a clapping, Theocr.