πλουτοκρατία: Difference between revisions
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλουτοκρατία -ας, ἡ [πλουτοκρατέομαι] plutocratie (staatsvorm waarin de macht berust op rijkdom). | |elnltext=πλουτοκρατία -ας, ἡ [πλουτοκρατέομαι] plutocratie (staatsvorm waarin de macht berust op rijkdom). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πλουτο-κρᾰτία, ἡ, [[κρατέω]]<br />plutocracy, Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A oligarchy of wealth, X.Mem.4.6.12, Men.Rh.p.359 S.
German (Pape)
[Seite 638] ἡ, Herrschaft des Reichthums, der Reichen, Xen. Mem. 4, 6, 12.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτοκρᾰτία: ἡ, ὀλιγαρχία συνισταμένη ἐκ τῶν πλουσίων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gouvernement ou domination des riches.
Étymologie: πλοῦτος, κράτος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πλουτοκρατούμαι
1. κυριαρχία τών ισχυρών του πλούτου, ολιγαρχία που αποτελείται από πλουσίους
2. κοινωνικοοικονομικό σύστημα στο οποίο η εξουσία ασκείται από την οικονομικά ισχυρή τάξη, από τους ισχυρούς του πλούτου
3. η τάξη τών πλουσίων, οι πλούσιοι ως άρχουσα κοινωνική τάξη.
Greek Monotonic
πλουτοκρᾰτία: ἡ (κρατέω), πλουτοκρατία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πλουτοκρᾰτία: ἡ плутократия, власть богачей Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλουτοκρατία -ας, ἡ [πλουτοκρατέομαι] plutocratie (staatsvorm waarin de macht berust op rijkdom).
Middle Liddell
πλουτο-κρᾰτία, ἡ, κρατέω
plutocracy, Xen.