πολυανθής: Difference between revisions
(nl) |
(1ba) |
||
Line 22: | Line 22: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολυανθής -ές [πολύς, ἄνθος] met veel bloemen. | |elnltext=πολυανθής -ές [πολύς, ἄνθος] met veel bloemen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πολυ-ανθής, ές<br />[[much]]-blossoming, [[blooming]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:55, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 659] ές, sehr blühend; ὕλη, Od. 14, 353; H. h. 18, 17; auch αὖραι, ἔρωτες, Anacr. 48, 11. 53, 7; Mosch. 2, 59 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυανθής: -ές, (ἀνθέω)· πλήρης ἀνθέων ἢ ἀνθήσεως, ὕλη Ὀδ. Ξ. 353· ἔαρ Ὕμν. Ὀμ. 18. 17· πτερύγων χροίη Μόσχ. 2, 59· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Διοδ. Ἀποσπ. σ. 644. 49· ― ποιητ. θηλ. πολυάνθεα Νικ. Θηρ. 877.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
abondant en fleurs.
Étymologie: πολύς, ἄνθος.
English (Autenrieth)
ές (ἄνθος): much or luxuriantly blooming, Od. 14.353†.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. πολυάνθεα
1. αυτός που έχει πολλά άνθη
2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση («ὅθι τε δρίον ἦν πολυανθέος ὔλης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. ευ-ανθής, λευκ-ανθής].
Greek Monotonic
πολυανθής: -ές, αυτός που είναι γεμάτος λουλούδια, ανθοφόρος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πολυανθής: изобилующий цветами (ὕλη Hom.; ἔαρ HH; ἔρωτες Anacr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυανθής -ές [πολύς, ἄνθος] met veel bloemen.