γάλοως: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(1a)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br />a [[husband]]'s [[sister]] or [[brother]]'s [[wife]], a [[sister]]-in-law, Lat. [[glos]], Il., etc.
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br />a [[husband]]'s [[sister]] or [[brother]]'s [[wife]], a [[sister]]-in-law, Lat. [[glos]], Il., etc.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γάλοως]] -οω, ἡ schoonzus (zuster van de echtgenoot, zelden echtgenote van broer).
}}
}}

Revision as of 06:14, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάλοως Medium diacritics: γάλοως Low diacritics: γάλοως Capitals: ΓΑΛΟΩΣ
Transliteration A: gáloōs Transliteration B: galoōs Transliteration C: galoos Beta Code: ga/lows

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, gen. γάλοω, dat. sg. and nom. pl.

   A γαλόῳ Il.3.122, 22.473: Att. γάλως, gen. γάλω Hdn.Gr.2.236 (also gen. γάλωτος acc. to EM220.18):—husband's sister or brother's wife, sister-in-law, Il. 6.378, al. (Cf. Lat. glōs, Phryg. γέλαρος· ἀδελφοῦ γυνή, Hsch.)

Greek Monolingual

γάλοως και γάλως, η (Α)
αδελφή του συζύγου, κουνιάδα ή σύζυγος του αδελφού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ουσ. δηλωτικό συγγένειας, χαρακτηριστικό παράδειγμα διάκρισης μεταξύ τών συγγενών του συζύγου και της συζύγου, σύμφωνα με το ινδοευρ. σύστημα, κατά το οποίο πρέπει να ορίζεται επακριβώς η οικογενειακή κατάσταση. Πιθ. αρχικά να δήλωνε την ανύπαντρη αδελφή του συζύγου. Συνδέεται με λατ. glōs, glōris «αδελφή του συζύγου» (υστερογενώς «σύζυγος του αδελφού»), σλαβ. zŭlŭvα, αρμ. tαl (με t- αντί c-) όλα με την ίδια σημ. Ως προς την κατάληξη, ο αττ. τ. γάλως μοιάζει με τα αττικόκλιτα πάτρως, μήτρως, επίσης ουσ. συγγένειας, ενώ το ομ. γάλοως είχε τελείως διαφορετική κλίση].

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
a husband's sister or brother's wife, a sister-in-law, Lat. glos, Il., etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γάλοως -οω, ἡ schoonzus (zuster van de echtgenoot, zelden echtgenote van broer).