γοῦνα: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(1b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γοῦνα:''' [[γούνων]] эп. pl. к [[γόνυ]].
|elrutext='''γοῦνα:''' [[γούνων]] эп. pl. к [[γόνυ]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γοῦνα]] -ων, τά, ep. plur., dat. γούνεσσι, zie [[γόνυ]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοῦνα Medium diacritics: γοῦνα Low diacritics: γούνα Capitals: ΓΟΥΝΑ
Transliteration A: goûna Transliteration B: gouna Transliteration C: goyna Beta Code: gou=na

English (LSJ)

γούνων, poet. pl. of γόνυ (q. v.).

German (Pape)

[Seite 503] = γούνατα, poet., s. γόνυ.

Greek (Liddell-Scott)

γοῦνα: γούνων (οὐχὶ γουνῶν), ποιητ. πληθ. τοῦ γόνυ, ὅ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

nom.-acc. plur. de γόνυ.

Spanish (DGE)

v. γόνυ.

Greek Monolingual

η (Μ γούνα)
1. δέρμα ζώου κατεργασμένο χωρίς ν' αφαιρεθεί το τρίχωμα
2. πανωφόρι από γούνα ή με γούνινη επένδυση
νεοελλ.
φρ.
1. «είναι της γούνας μου μανίκι» — δεν έχει καμμία συγγένεια μαζί μου
2. «έχω ράμματα για τη γούνα σου» — έχω τη δύναμη και τον σκοπό να σέ τιμωρήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < (μσν. λατ.) gunna (λ. κελτικής προελεύσεως) ή, κατ' άλλους, < (σλαβ.) guna].

Greek Monotonic

γοῦνα: γούνων, ποιητ. πληθ. του γόνυ.

Russian (Dvoretsky)

γοῦνα: γούνων эп. pl. к γόνυ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοῦνα -ων, τά, ep. plur., dat. γούνεσσι, zie γόνυ.