φροντιστικός: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φροντιστικός:''' <b class="num">1)</b> размышляющий (περί τινος Arst.): φ. τὴν πρόσοψιν Luc. с задумчивым или озабоченным лицом;<br /><b class="num">2)</b> заботящийся (περί τι Arst.). | |elrutext='''φροντιστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> размышляющий (περί τινος Arst.): φ. τὴν πρόσοψιν Luc. с задумчивым или озабоченным лицом;<br /><b class="num">2)</b> заботящийся (περί τι Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φροντιστικός]], ή, όν [from [[φροντιστής]]<br />[[thoughtful]], Luc.:—adv. -κῶς, Xen. | |mdlsjtxt=[[φροντιστικός]], ή, όν [from [[φροντιστής]]<br />[[thoughtful]], Luc.:—adv. -κῶς, Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for thinking, thoughtful, Arist.Div.Somn.464a23; ὑποπίνων δὲ πάνυ φ. (sc. γίγνεται) Antiph. 271; φ. τὴν πρόσοψιν Luc.Pisc.12: τὸ λογιστικὸν καὶ φ. the faculty of reasoning and thought, Plu.2.432c, cf. 966a. II considerate, careful, τὰ θήλεα περὶ τὴν τῶν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα Arist. HA608b2. Adv. -κῶς X.Mem.3.11.10, Ael.NA8.25. 2 nervous, worried, Gal.10.538.
German (Pape)
[Seite 1309] zum Bedenken, Besorgen geschickt, bedachtsam, spekulativ; Antiphan. bei Ath. II, 40 c; τὸ λογιστικὸν καὶ φρ. Plut. def. or. 40. – Adv. φροντιστικῶς, Xen. Mem. 3, 11, 10.
Greek (Liddell-Scott)
φροντιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ φροντίζειν, εἰς τὸ σκέπτεσθαι, σκεπτικός, εἰς σκέψεις δεδομένος, ἡ διάνοια τῶν τοιούτων οὐ φροντιστικὴ Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ ὕπνον Μαντικ. 2, 8· ὑποπίνων δὲ πάνυ φρ. (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 33· φρ. τὴν πρόσοψιν Λουκ. Ἁλιεὺς 12· ― τὸ φρ. θεωρία, Πλούτ. 2. 432C, 966Α. ΙΙ. φροντίζων, ἐπιμελής, τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui aime à méditer, qui médite ; τὸ φροντιστικόν PLUT la méditation.
Étymologie: φροντίζω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φροντίζω
1. αυτός που φροντίζει για κάτι («τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα», Αριστοτ.)
2. σκεπτικός, συλλογισμένος («ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικὸς [γίγνεται]», Αντιφάν.)
3. νευρικός, αγχώδης
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φροντιστικόν
η αφηρημένη σκέψη, η διανόηση.
επίρρ...
φροντιστικῶς Α
με φροντίδα.
Greek Monotonic
φροντιστικός: -ή, -όν, σκεπτικός, σε Λουκ.· επίρρ. -κώς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φροντιστικός:
1) размышляющий (περί τινος Arst.): φ. τὴν πρόσοψιν Luc. с задумчивым или озабоченным лицом;
2) заботящийся (περί τι Arst.).
Middle Liddell
φροντιστικός, ή, όν [from φροντιστής
thoughtful, Luc.:—adv. -κῶς, Xen.