φούσκα: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(45)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> [[κύστη]] και, [[κυρίως]], η [[ουροδόχος]] [[κύστη]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[φυσαλλίδα]]<br /><b>3.</b> [[φλύκταινα]], [[φουσκάλα]]<br /><b>4.</b> [[μπαλόνι]]<br /><b>5.</b> το [[κάτω]] [[μέρος]] της βράκας, η [[φουφούλα]]<br /><b>6.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους φυλλοβόλων θάμνων Colutea arborescens του γένους [[κολουτέα]], που απαντά σε θαμνότοπους χαμηλού υψομέτρου σε όλη [[σχεδόν]] την [[Ελλάδα]], αλλ. αγριοσιναμική<br /><b>7.</b> <b>ναυτ.</b> το [[ισχίο]] του πλοίου<br /><b>8.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών ασκιδίων<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αέρας]] της φούσκας»<br /><b>ναυτ.</b> [[επίφορος]] [[άνεμος]]<br />β) «αρμενισιά της φούσκας»<br /><b>ναυτ.</b> επίφορη [[ιστιοδρομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[φύσκη]] «[[κύστη]]», με [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ου</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ξυράφι]]: [[ξουράφι]])].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />[[ξινό]] [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>posca</i> «[[ξινό]] [[κρασί]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> [[κύστη]] και, [[κυρίως]], η [[ουροδόχος]] [[κύστη]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[φυσαλλίδα]]<br /><b>3.</b> [[φλύκταινα]], [[φουσκάλα]]<br /><b>4.</b> [[μπαλόνι]]<br /><b>5.</b> το [[κάτω]] [[μέρος]] της βράκας, η [[φουφούλα]]<br /><b>6.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους φυλλοβόλων θάμνων Colutea arborescens του γένους [[κολουτέα]], που απαντά σε θαμνότοπους χαμηλού υψομέτρου σε όλη [[σχεδόν]] την [[Ελλάδα]], αλλ. αγριοσιναμική<br /><b>7.</b> <b>ναυτ.</b> το [[ισχίο]] του πλοίου<br /><b>8.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών ασκιδίων<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αέρας]] της φούσκας»<br /><b>ναυτ.</b> [[επίφορος]] [[άνεμος]]<br />β) «αρμενισιά της φούσκας»<br /><b>ναυτ.</b> επίφορη [[ιστιοδρομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[φύσκη]] «[[κύστη]]», με [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ου</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ξυράφι]]: [[ξουράφι]])].<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />[[ξινό]] [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>posca</i> «[[ξινό]] [[κρασί]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
1. κύστη και, κυρίως, η ουροδόχος κύστη
2. μεγάλη φυσαλλίδα
3. φλύκταινα, φουσκάλα
4. μπαλόνι
5. το κάτω μέρος της βράκας, η φουφούλα
6. βοτ. κοινή ονομασία του είδους φυλλοβόλων θάμνων Colutea arborescens του γένους κολουτέα, που απαντά σε θαμνότοπους χαμηλού υψομέτρου σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, αλλ. αγριοσιναμική
7. ναυτ. το ισχίο του πλοίου
8. ζωολ. κοινή ονομασία τών ασκιδίων
9. φρ. α) «αέρας της φούσκας»
ναυτ. επίφορος άνεμος
β) «αρμενισιά της φούσκας»
ναυτ. επίφορη ιστιοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φύσκη «κύστη», με τροπή του -υ- σε -ου- (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι)].
(II)
ἡ, Α
ξινό κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. posca «ξινό κρασί»].