ἄκλαστος: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[κλάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον φτάνει η [[κακοσμία]] της πορδής. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[κλάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον φτάνει η [[κακοσμία]] της πορδής.<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκλαστος]], -ον) [<i>κλῶ</i>(-<i>άω</i>)]<br />αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A unbroken, Thphr.CP1.15.17, AP9.322 (Leon.), Phld.D.1.17: metaph., of motion, continuous in space, ἡ κύκλῳ φορὰ μήκει ἄ. Arist.Cael.288a25; unbent, of a vein, Gal.5.659.
German (Pape)
[Seite 73] unzerbrochen, Leon. Tar. 47 (IX, 322).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλαστος: -ον, ἄθραυστος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 15, 17, Ἀνθ. Π. 9. 322· μεταφ. ἐπὶ γραμμῆς μὴ διακοπτομένης, ἡ κύκλῳ φορὰ ἄκλ., Ἀριστ. Οὐρ. 2. 6, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non brisé ; fig., en parl. d’une ligne circulaire continue.
Étymologie: ἀ, κλάω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no podado (φυτά) Thphr.CP 1.15.1
•no roto de lanzas AP 9.322 (Leon.), κοῦφα BGU 2694.23 (VII d.C.).
2 inquebrantable κατ' εὐθείας ἀκλάστους Hero Def.106.2.
3 ininterrumpido, continuo ἡ κύκλῳ φορὰ ... τῷ μήκει ... ἄ. Arist.Cael.288a25
•carente de ramificaciones, recto de una vena, Gal.5.659.
II adv. -ως ininterrumpidamente, sin ruptura ἡ ἀκτίς ... δίεισι τὸ πάθος ἀ. Olymp.in Mete.222.32.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο κλάνω
1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει
2. αυτός που δεν τον φτάνει η κακοσμία της πορδής.
(II)
-η, -ο (Α ἄκλαστος, -ον) [κλῶ(-άω)]
αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί.
Greek Monotonic
ἄκλαστος: -ον (κλάω), άθραυστος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκλαστος:
1) несломанный (κάμακες Anth.);
2) геом. происходящий не по ломаной линии (ἡ κύκλῳ φορά Arst.).