ἐπιτευκτικός: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(2) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιτευκτικός:''' <b class="num">1)</b> способный достичь, могущий выполнить ([[ἕξις]] τῶν βελτίστων ἐ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> достигающий цели, преуспевающий ([[ζῆλος]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> доступный, удобопроходимый, благоприятный ([[χώρα]] Polyb.). | |elrutext='''ἐπιτευκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> способный достичь, могущий выполнить ([[ἕξις]] τῶν βελτίστων ἐ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> достигающий цели, преуспевающий ([[ζῆλος]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> доступный, удобопроходимый, благоприятный ([[χώρα]] Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A able to attain or achieve, ἕξις ἐ. τῶν βελτίστων Arist.MM1199a8, cf. Phld.Vit.p.24J. ; σύνεσις ἐ. τοῦ μετρίου D.H.Pomp.5, cf. Arr.Epict.3.12.5. Adv. -κῶς Phld.Rh.1.74S. 2 abs., successful, effective, φάρμακον Paul.Aeg. 3.78 ; ζῆλος Plb.10.22.7. b Subst. -κόν, τό, spell, charm for securing success, PMag.Leid.W.8.28 (pl.). II advantageous, favourable, χώρα Plb.2.29.3 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 991] ή, όν, zum Erreichen seiner Absicht geschickt, zum Erlangen geeignet, glücklich, ζῆλος Pol. 10, 25, 7; χώρα ἐπιτευκτικωτάτη, günstigste, Pol. 2, 29, 2. – Akt. erreichend, treffend, τινός, D. Hal. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτευκτικός: -ή, -όν, (ἐπιτυγχάνω) ὁ δυνάμενος νὰ ἐπιτύχῃ, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 3, 1, Διον. Ἁλ. π. Πομπ. 5. 2) ἀπολ., ἐπιτυχής, ἀποτελεσματικός, φάρμακον Παῦλ. Αἰγ. 3. 78· ζῆλος Πολύβ. 10. 25, 7. ΙΙ. ἀσφαλής, τὴν ἐπιτευκτικωτάτην (δηλ. χώραν) ὁ αὐτ. 2. 29, 3.
Spanish
Greek Monolingual
ἐπιτευκτικός, -ή, -όν (Α) επιτευκτός
1. ικανός να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῑς πρακτοῑς βελτίστων», Αριστοτ.)
2. απόλ. επιτυχής, αποτελεσματικός («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν ἐμβιβάσας», Πολ.)
3. (για τόπο) κατάλληλος για κάτι, ιδίως για άμυνα, ασφαλής («τὴν ἐπισφαλεστάτην εἴχον χώραν... ἢ τοὐναντίον τὴν ἐπιτευκτικωτάτην», Πολ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτευκτικόν
το θέλγητρο για την εξασφάλιση επιτυχίας.
επίρρ...
ἐπιτευκτικῶς (Α)
με επιτηδειότητα, εύστοχα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτευκτικός:
1) способный достичь, могущий выполнить (ἕξις τῶν βελτίστων ἐ. Arst.);
2) достигающий цели, преуспевающий (ζῆλος Polyb.);
3) доступный, удобопроходимый, благоприятный (χώρα Polyb.).