ἔκχυτος: Difference between revisions
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
(1ab) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἔκχῠτος:''' <b class="num">1)</b> раскидистый, развесистый (κισσοῦ [[κόμη]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> растянувшийся (ἔ. ὕπνῳ Anth.). | |elrutext='''ἔκχῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> раскидистый, развесистый (κισσοῦ [[κόμη]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> растянувшийся (ἔ. ὕπνῳ Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἔκχῠτος, ον [[ἐκχέω]]<br />poured [[forth]], unconfined, outstretched, Anth. | |mdlsjtxt=ἔκχῠτος, ον [[ἐκχέω]]<br />poured [[forth]], unconfined, outstretched, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, (ἐκχέω)
A poured forth, unconfined, κόμη AP9.669.8 (Marian.); outstretched, ἔκχυτος ὕπνῳ κεῖτο ib.5.274 (Paul.Sil.). 2 immoderate, γέλως Suid. s.v. καγχασμός. II Subst., ἔκχυτον, τό, dub. sens. in AP9.395 (Pall.; ποτόν tit., εἶδος βρώματος Sch.); title of dialogue on ᾠοσκοπία by Hermagoras, Stoic.1.102.
German (Pape)
[Seite 788] ausgegossen, ausgebreitet; κόμη, das Laub des Epheu, Marian. ep. (IX, 669); auch ὕπνῳ, Paul. Sil. 12 (V, 275); γέλως, ausgelassenes Lachen, Suid.; τὸ ἔκχυτον, ein flüssiges Gericht, Pallad. 25 (IX, 395).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκχῠτος: -ον, (ἐκχέω) χυτός, «χυμένος», ἔκχυτον εὐχαίτης κισσὸς ἔπλεξε κόμην Ἀνθ. Π. 9. 669˙ ἐξηπλωμένος, ἔκχυτος ὕπνῳ κεῖτο αὐτόθι 5. 275. 2) ἐπὶ γέλωτος, σφοδρός, ἀθρόος, Λατ. effusus, ἔκχυτος γέλως, «καγχασμός», Σουΐδ. ἐν λέξει καγχάζω. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἔκχυτον, τό, ῥευστόν τι ἔδεσμα, ἐν γὰρ τοῖς Κίρκης ἔκχυτον οὐκ ἔφαγεν Ἀνθ. Π. 9. 395˙ ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον ἔγχυτον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se répand, flottant en parl. de la chevelure;
2 qui se détend;
3 versé ; τὸ ἔκχυτον gâteau versé d’un moule.
Étymologie: ἐκχέω.
Spanish (DGE)
(ἔκχῠτος) -ον
I 1sueltodel pelo ἔκχυτον ... ἔπλεξε κόμην AP 9.669 (Marian.)
•fig. suelto, distendido de la carcajada, Sud.s.u. καγχασμός.
2 de pers. tendido relajadamente, sosegado, despreocupado Μενεκρατὶς ἔ. ὕπνῳ κεῖτο AP 5.275 (Paul.Sil.), de Pan AP 16.229.
II neutr. subst. τὸ ἔ.
1 quizá pastel de queso fundido, AP 9.395 (Pall.).
2 tít. de un diálogo de Hermágoras sobre ᾠοσκοπία Pers.Stoic.1.102.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκχυτος, -ον)
1. ο χυμένος έξω, εκτεταμένος, ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, χυτός, διάχυτος
2. φρ. α. «έκχυτος κόμη» — πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιά
β. «έκχυτος γέλως» — υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο γέλιο
γ. γεωλ. «έκχυτα πετρώματα» — κατηγορία πυριγενών στρωμάτων, αλλιώς «ηφαιστειογενή πετρώματα».
Greek Monotonic
ἔκχῠτος: -ον (ἐκχέω), αυτός που έχει ξεχυθεί, απεριόριστος, σκορπισμένος, ακράτητος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκχῠτος:
1) раскидистый, развесистый (κισσοῦ κόμη Anth.);
2) растянувшийся (ἔ. ὕπνῳ Anth.).
Middle Liddell
ἔκχῠτος, ον ἐκχέω
poured forth, unconfined, outstretched, Anth.