ῥαβδωτός: Difference between revisions
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ῥαβδωτός:''' <b class="num">1)</b> полосатый (ἱμάτια Xen.; κόγχαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> плетеный из прутьев (θύραι Diod.). | |elrutext='''ῥαβδωτός:'''<br /><b class="num">1)</b> полосатый (ἱμάτια Xen.; κόγχαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> плетеный из прутьев (θύραι Diod.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ῥαβδωτός]], ή, όν [as if from ῥαβδόω] [cf. [[ῥάβδος]] II]<br />[[striped]], Xen. | |mdlsjtxt=[[ῥαβδωτός]], ή, όν [as if from ῥαβδόω] [cf. [[ῥάβδος]] II]<br />[[striped]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (as if from ῥαβδόω, cf. ῥάβδος)
A made or plaited with rods, ῥ. θύραι wicker hurdles, D.S.3.22. II (ῥάβδος 111) striped, ἱμάτια X.Cyr.8.3.16; of shells, ribbed, fluted, keeled, Arist.HA528a25, Fr.304; so of a cup, ribbed, IG11(2).162 B26 (Delos, iii B.C.), Polem.Hist.60.
German (Pape)
[Seite 830] 1) von Ruthen gemacht, geflochten, θύραι, D. Sic. 3, 22. – 2) gestreift, bes. der Länge nach; ἱμάτια, Xen. Cyr. 8, 3, 16; eine Muschelart, Arist. H. A. 4, 4; von einem Becher, Mnesith. b. Ath. XI, 484 c. S. das Vorige.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαβδωτός: -ή, -όν, (ὅπερ ἐκ ῥήμ. ῥαβδόω, πρβλ. ῥάβδος), πεποιημένος ἢ πεπλεγμένος ἐκ ῥάβδων, ῥ. θύραι, πλεκτὰ καλύμματα, Διόδ. 3. 22. ΙΙ. (ῥάβδος ΙΙ) ἔχων γραμμὰς ἢ σειράς, ἱμάτια Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· ἐπὶ ζῴων ἐχόντων ἐπὶ τοῦ δέρματος σειρὰς ῥαβδοειδεῖς, Λατ. virgatus, μάλιστα κατὰ μῆκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6· ἐπὶ κιόνων, αὐλακωτός, Εὐστρατ. Ὑπομνήματα εἰς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4· οὕτως ἐπὶ ποτηρίου, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 484C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
rayé, cannelé, strié.
Étymologie: ῥάβδος.
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / ῥαβδωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω
1. αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, γραμμωτός («ραβδωτοί μύες»)
2. (ιδίως για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, αυλακωτός
νεοελλ.
φρ. «ραβδωτό σώμα»
ανατ. τμήμα του εξωπυραμιδικού συστήματος του εγκεφάλου, αποτελούμενο από την κερκοφόρο και τον φακοειδή πυρήνα και εντοπιζόμενο στη βάση τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων
αρχ.
κατασκευασμένος ή πλεγμένος από ράβδους («ῥαβδωτός... θύρας ἐπ' ἄκρας αὐτὰς ἐπιστήσαντες», Διοσκ.).
}}
Greek Monotonic
ῥαβδωτός: -ή, -όν (από το ῥαβδόω, πρβλ. ῥάβδος II), αυτός που έχει ρίγες, ριγωτός, ριγέ, ραβδοειδής, αυλακωτός (λέγεται για τους κίονες), σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ῥαβδωτός:
1) полосатый (ἱμάτια Xen.; κόγχαι Arst.);
2) плетеный из прутьев (θύραι Diod.).
Middle Liddell
ῥαβδωτός, ή, όν [as if from ῥαβδόω] [cf. ῥάβδος II]
striped, Xen.