τετράγναθος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(41)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράγναθος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] γνάθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τετράγναθος]]<br />[[γένος]] αραχνών που απαντούν σε υγρές περιοχές, [[ιδίως]] [[κοντά]] σε ρυάκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνάθος]] «[[σαγόνι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>γναθος</i>). Η λ., ως επιοτημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>tetragnatha</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράγναθος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] γνάθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τετράγναθος]]<br />[[γένος]] αραχνών που απαντούν σε υγρές περιοχές, [[ιδίως]] [[κοντά]] σε ρυάκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνάθος]] «[[σαγόνι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>γναθος</i>). Η λ., ως επιοτημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>tetragnatha</i>].
}}
}}

Revision as of 11:15, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράγνᾰθος Medium diacritics: τετράγναθος Low diacritics: τετράγναθος Capitals: ΤΕΤΡΑΓΝΑΘΟΣ
Transliteration A: tetrágnathos Transliteration B: tetragnathos Transliteration C: tetragnathos Beta Code: tetra/gnaqos

English (LSJ)

ον,

   A with four jaws, φαλάγγια Str.16.4.12, cf. Agatharch.59, Ael.NA17.40.

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Kinnbacken; τὸ τετράγν., eine giftige Spinnenart, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

τετράγνᾰθος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας γνάθους, σιαγόνας, φαλαγγίων τῶν τετραγνάθων καλουμένων Στράβ. 772, Αἰλ. π. Ζ. 17. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre mâchoires ; τὸ τετράγναθον insecte, sorte d’araignée venimeuse.
Étymologie: τέσσαρες, γνάθος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράγναθος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις γνάθους
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τετράγναθος
γένος αραχνών που απαντούν σε υγρές περιοχές, ιδίως κοντά σε ρυάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + γνάθος «σαγόνι» (πρβλ. πολύ-γναθος). Η λ., ως επιοτημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tetragnatha].