φίλυδρος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(4b)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φίλυδρος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που αναπτύσσεται στο [[νερό]], που χρειάζεται πολύ [[νερό]] για να αναπτυχθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υδρόφιλος]] («φίλυδρο [[βαμβάκι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φίλυδρος]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους κολεόπτερων εντόμων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φίλυδρο</i><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικότυλων αγγειόσπερμων [[φυτών]] της οικογένειας [[φιλυδρίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άλογο]]) αυτός που του αρέσει το [[λουτρό]], το [[νερό]] («φιλόλουτρον τὸ [[ζῷον]] καὶ φίλυδρον», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χέρσ</i>-<i>υδρος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φίλυδρος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που αναπτύσσεται στο [[νερό]], που χρειάζεται πολύ [[νερό]] για να αναπτυχθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υδρόφιλος]] («φίλυδρο [[βαμβάκι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[φίλυδρος]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους κολεόπτερων εντόμων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φίλυδρο</i><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικότυλων αγγειόσπερμων [[φυτών]] της οικογένειας [[φιλυδρίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άλογο]]) αυτός που του αρέσει το [[λουτρό]], το [[νερό]] («φιλόλουτρον τὸ [[ζῷον]] καὶ φίλυδρον», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χέρσ</i>-<i>υδρος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φίλυδρος:''' любящий воду (τὸ [[ζῷον]] Arst.; [[φυτόν]] Plut.).
|elrutext='''φίλυδρος:''' любящий воду (τὸ [[ζῷον]] Arst.; [[φυτόν]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 11:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλυδρος Medium diacritics: φίλυδρος Low diacritics: φίλυδρος Capitals: ΦΙΛΥΔΡΟΣ
Transliteration A: phílydros Transliteration B: philydros Transliteration C: filydros Beta Code: fi/ludros

English (LSJ)

ον,

   A loving water, of the horse, Arist.HA605a13; λάχανα Thphr.HP7.5.1, cf. 6.7.6.

German (Pape)

[Seite 1289] Wasser, wässerige Dinge liebend; Arist. H. A. 8, 24; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φίλυδρος: -ον, ὁ φιλῶν τὸ ὕδωρ, ἐπὶ τοῦ ἵππου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 11· λάχανα Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο / φίλυδρος, -ον, ΝΜΑ
(για φυτό) αυτός που αναπτύσσεται στο νερό, που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί
νεοελλ.
1. υδρόφιλος («φίλυδρο βαμβάκι»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο φίλυδρος
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων
3. το ουδ. ως ουσ. το φίλυδρο
βοτ. γένος δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών της οικογένειας φιλυδρίδες
αρχ.
(για άλογο) αυτός που του αρέσει το λουτρό, το νερό («φιλόλουτρον τὸ ζῷον καὶ φίλυδρον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -υδρος (< ὕδωρ, ὕδατος), πρβλ. χέρσ-υδρος].

Russian (Dvoretsky)

φίλυδρος: любящий воду (τὸ ζῷον Arst.; φυτόν Plut.).