εισαγωγικός: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(10) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰσαγωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εισαγωγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εισαγωγικά</i><br />[[σημείο]] στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για [[αυτολεξεί]] [[μεταφορά]] λόγων άλλου ή για [[παράδειγμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εισαγωγικές εξετάσεις» — εξετάσεις για [[εισαγωγή]] σε εκπαιδευτικά ιδρύματα<br />β) «[[εισαγωγικός]] [[βαθμός]]» — ο [[ιεραρχικός]] [[βαθμός]] εισόδου, με τον οποίο αρχίζει [[υπάλληλος]] τη [[σταδιοδρομία]] του<br /><b>μσν.</b><br / | |mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰσαγωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εισαγωγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εισαγωγικά</i><br />[[σημείο]] στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για [[αυτολεξεί]] [[μεταφορά]] λόγων άλλου ή για [[παράδειγμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εισαγωγικές εξετάσεις» — εξετάσεις για [[εισαγωγή]] σε εκπαιδευτικά ιδρύματα<br />β) «[[εισαγωγικός]] [[βαθμός]]» — ο [[ιεραρχικός]] [[βαθμός]] εισόδου, με τον οποίο αρχίζει [[υπάλληλος]] τη [[σταδιοδρομία]] του<br /><b>μσν.</b><br />ο [[εισαγωγικός]]<br />α) [[αρχάριος]]<br />β) [[δόκιμος]] [[μοναχός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στοιχειώδης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM εἰσαγωγικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά
σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα
2. φρ. α) «εισαγωγικές εξετάσεις» — εξετάσεις για εισαγωγή σε εκπαιδευτικά ιδρύματα
β) «εισαγωγικός βαθμός» — ο ιεραρχικός βαθμός εισόδου, με τον οποίο αρχίζει υπάλληλος τη σταδιοδρομία του
μσν.
ο εισαγωγικός
α) αρχάριος
β) δόκιμος μοναχός
αρχ.
στοιχειώδης.