παιδοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[παιδοκόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, <i>η [[παιδοκόμος]]<br />αυτός που ασχολείται με την [[παιδοκομία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που περιποιείται και ανατρέφει [[παιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βρεφο</i>-<i>κόμος</i>].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[παιδοκόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, η [[παιδοκόμος]]<br />αυτός που ασχολείται με την [[παιδοκομία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που περιποιείται και ανατρέφει [[παιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βρεφο</i>-<i>κόμος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοκόμος Medium diacritics: παιδοκόμος Low diacritics: παιδοκόμος Capitals: ΠΑΙΔΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: paidokómos Transliteration B: paidokomos Transliteration C: paidokomos Beta Code: paidoko/mos

English (LSJ)

ον,

   A cherishing children, Nonn.D.5.378.

German (Pape)

[Seite 441] Kinder pflegend, wartend, Nonn. D. 5, 378. 8, 183 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοκόμος: -ον, ὁ ἐπιμελούμενος ἢ ἀνατρέφων παιδία, Νόνν. Δ. 5. 378, Κύριλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin des enfants.
Étymologie: παῖς, κομέω.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ παιδοκόμος, -ον)
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η παιδοκόμος
αυτός που ασχολείται με την παιδοκομία
μσν.-αρχ.
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που περιποιείται και ανατρέφει παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κόμος].

Greek Monotonic

παιδοκόμος: -ον (κομέω), αυτός που φροντίζει παιδιά.

Middle Liddell

παιδο-κόμος, ον, κομέω
taking care of children.