ἀκουστικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀκουστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αίσθηση]] της ακοής ή στο [[ακουστικό]] όργανο<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για την [[αίσθηση]] της ακοής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τύπους προσώπων) ο [[ευαίσθητος]] στις ακουστικές αντιλήψεις<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ακουστική]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀκουστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αίσθηση]] της ακοής ή στο [[ακουστικό]] όργανο<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για την [[αίσθηση]] της ακοής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τύπους προσώπων) ο [[ευαίσθητος]] στις ακουστικές αντιλήψεις<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ακουστική]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ακουστικό]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μπορεί ή [[πρέπει]] να ακουστεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[πρόθυμος]] να ακούσει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀκουστικόν</i><br />διεξιότητα στην [[ακοή]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ ἀκουστικοί</i><br />οι ακουσματικοί (<b>βλ.</b> [[ακουσματικός]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκουστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακουστικότητα]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκουστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> слуховой ([[αἴσθησις]] Plut.; [[πάθος]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> слушающийся, послушный (τινος Arst.). | |elrutext='''ἀκουστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> слуховой ([[αἴσθησις]] Plut.; [[πάθος]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> слушающийся, послушный (τινος Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 14 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for hearing, πάθος Epicur.Ep.1p.13U.; αἴσθησις ἀ. Plu.2.37f; δύναμις ἀ. Arr.Epict. 2.23.2; πόρος ἀ. orifice of ear, Gal.10.455; τὸ ἀ. faculiy of hearing, Arist.de An.426a7. 2 ready to hear, c. gen., Id.EN1103a3, Arr. Epict.3.1.13. Adv. -κῶς Phld.Mus.p.107 K., S.E.M.7.355. 3 = ἀκουσματικός, Gell.1.9. 4 = sq., Sch.E.Or.1281.
German (Pape)
[Seite 78] das Gehör betreffend, αἴσθησις Plut. de Audit. 2; = τὸ ἀκουστικόν, Plac. Phil. 4, 4; – gern hörend, πατρός Arist. Eth. 1, 13, 19; τὸ ἀκ. die Bereitwilligkeit zu hören, τινός, auf Einen, M. Ant. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουστικός: [ᾰ], ή, όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος διὰ τὴν αἴσθησιν τῆς ἀκοῆς, αἴσθησις ἀκ., Πλουτ. 2. 37F· πόρος ἀκ., τοῦ ὠτὸς ὁ ἀκουστικὸς σωλήν, Γαλην.: τὸ ἀκ., ἡ αἴσθησις τῆς ἀκοῆς, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 2, 5. 2) = ἀκουσματικός, μ. γεν. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 13. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 355. II. = ἀκουστός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1281.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l’ouïe : αἴσθησις ἀκουστική PLUT le sens de l’ouïe;
2 qui écoute volontiers, docile à, gén..
Étymologie: ἀκούω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I de pers.
1 con buena disposición para escuchar Arist.EN 1103a3, Arr.Epict.3.1.13, como cualidad de los pitagóricos σιωπηλοὶ καὶ ἀκουστικοί Iambl.VP 163
•subst. τὸ ἀ. buena disposición para oír M.Ant.1.16.
2 subst. οἱ ἀκουστικοί los Acusmáticos grado inferior en la escuela pitagórica, Gell.1.9.
II de cosas
1 audible λόγος Sch.E.Or.1281D.
2 acústico, auditivo πάθος Epicur.Ep.[2] 52.6, 53.7, αἴσθησις Plu.2.37f, πόρος ἀ. orificio del oído Gal.10.455, δύναμις ἀ. Arr.Epict.2.23.2, (πνεῦμα) ἀ. εἰς οὖς (el fluido) acústico (se extiende) hasta los oídos Ph.1.573.
3 subst. τὸ ἀ. facultad de oír, oído ἡ δὲ τοῦ ἀκουστικοῦ (ἐνέργεια) ἀκοή el (acto) de la facultad de oír es la audición Arist.de An.426a7.
III adv. -ῶς en forma auditiva ὃ δὲ ἀκουστικῶς κινεῖται ἀκοή ἐστιν S.E.M.7.355
•mediante el oído o la facultad de oír ἀ. ὑπ' αὐτῆς (sc. τῆς μουσικῆς) τερπόμεθα Phld.Mus.4.35.33.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀκουστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση της ακοής ή στο ακουστικό όργανο
2. ο κατάλληλος για την αίσθηση της ακοής
νεοελλ.
1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις
2. το θηλ. ως ουσ. η ακουστική
3. το ουδ. ως ουσ. το ακουστικό
μσν.
αυτός που μπορεί ή πρέπει να ακουστεί
αρχ.
1. αυτός που είναι πρόθυμος να ακούσει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκουστικόν
διεξιότητα στην ακοή
3. πληθ. οἱ ἀκουστικοί
οι ακουσματικοί (βλ. ακουσματικός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκουστός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακουστικότητα].
Russian (Dvoretsky)
ἀκουστικός:
1) слуховой (αἴσθησις Plut.; πάθος Sext.);
2) слушающийся, послушный (τινος Arst.).