ἐξιτήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source
(12)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐξιτήριος]], -ον) [[έξειμι]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[έξοδο]], στην [[αναχώρηση]] («[[ἐξιτήριος]] [[λόγος]], ἐξιτήριοι εὐχαί» — λόγοι αποχαιρετισμού)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[εξιτήριο]]<br />[[δελτίο]] αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το [[νοσοκομείο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξιτήριον</i><br />αποχαιρετιστήρια [[προσφώνηση]], [[λόγος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξιτήριον</i><br />συστατικό [[γράμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐξιτήρια]] ([[ἱερά]])» — [[θυσία]] στην αρχαία Αθήνα όταν οι ετήσιοι άρχοντες παρέδιδαν την [[εξουσία]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐξιτήριος]], -ον) [[έξειμι]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[έξοδο]], στην [[αναχώρηση]] («[[ἐξιτήριος]] [[λόγος]], ἐξιτήριοι εὐχαί» — λόγοι αποχαιρετισμού)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[εξιτήριο]]<br />[[δελτίο]] αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το [[νοσοκομείο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξιτήριον</i><br />αποχαιρετιστήρια [[προσφώνηση]], [[λόγος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξιτήριον</i><br />συστατικό [[γράμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐξιτήρια]] ([[ἱερά]])» — [[θυσία]] στην αρχαία Αθήνα όταν οι ετήσιοι άρχοντες παρέδιδαν την [[εξουσία]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῐτήριος Medium diacritics: ἐξιτήριος Low diacritics: εξιτήριος Capitals: ΕΞΙΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: exitḗrios Transliteration B: exitērios Transliteration C: eksitirios Beta Code: e)cith/rios

English (LSJ)

ον,

   A of or for departure, ἐξιτήρια εὐωχεῖσθαι IG3.1184.21 (iii A. D.): -τήρια, τά, day of leaving office, at Athens, Hsch.

German (Pape)

[Seite 884] zum Ausgehen, Weggehen gehörig, λόγος, Abschiedsrede, K. 8. u. a. Sp.; εὐχή, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιτήριος: -ον, ἐξιτήριος λόγος, ἀποχαιρετιστικός, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 529Α, 600C, Στουδ. 892C. 2) ὡς οὐσ., τὸ ἐξιτήριον, τὸ ἀποχαιρετιστήριον προσφώνημα, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1024Α. 3) ἐξιτήρια, τά, «ἡμέρα, ἐν ᾗ τὰς ἀρχὰς ἀπετίθεντο Ἀθήνησιν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐξιτήριος, -ον) έξειμι
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο, στην αναχώρησηἐξιτήριος λόγος, ἐξιτήριοι εὐχαί» — λόγοι αποχαιρετισμού)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εξιτήριο
δελτίο αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το νοσοκομείο
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξιτήριον
αποχαιρετιστήρια προσφώνηση, λόγος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξιτήριον
συστατικό γράμμα
αρχ.
φρ. «ἐξιτήρια (ἱερά)» — θυσία στην αρχαία Αθήνα όταν οι ετήσιοι άρχοντες παρέδιδαν την εξουσία.