πνευμάτιος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(33) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[πνεύμα]], -<i>ατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προμηνύει άνεμο («Σελήνη λεπτὴ καί... ἐρευθὴς πνευματίη», Αρατ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ον, Α [[πνεύμα]], -<i>ατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προμηνύει άνεμο («Σελήνη λεπτὴ καί... ἐρευθὴς πνευματίη», Αρατ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[πνευμάτιον]]<br />α) σύντομη ζωή<br />β) μικρή, ελαφριά [[αναπνοή]]<br />γ) το ελαφρύ [[φούσκωμα]]<br />δ) ελαφριά [[αύρα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 14 January 2019
English (LSJ)
η, ον,
A portending wind, σελήνη Arat.785.
German (Pape)
[Seite 640] auch zweier Endgn, windig, dem Winde ausgesetzt, Wind bringend, Arat. Dios. 53.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμάτιος: -α, -ον, ἀνεμώδης, ἄνεμον προμηνύων, Ἄρατ. 785.
Greek Monolingual
-ον, Α πνεύμα, -ατος]]
1. αυτός που προμηνύει άνεμο («Σελήνη λεπτὴ καί... ἐρευθὴς πνευματίη», Αρατ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πνευμάτιον
α) σύντομη ζωή
β) μικρή, ελαφριά αναπνοή
γ) το ελαφρύ φούσκωμα
δ) ελαφριά αύρα.