καλυπτήριος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(18) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[καλυπτήριος]], -ον) [[καλυπτήρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χρήσιμος]] για [[κάλυψη]] («καλυπτήριο [[πρόχωμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> <b>φρ.</b> α) «καλυπτήρια όργανα» — τα όργανα που καλύπτουν την [[επιφάνεια]] και τις κοιλότητες του σώματος<br />β) «καλυπτήριο [[σύστημα]]» — το [[περίβλημα]] του σώματος [[κάθε]] ζωντανού οργανισμού, το οποίο τον οριοθετεί και τον προστατεύει από το [[περιβάλλον]] του και ταυτόχρονα συντελεί στην [[επικοινωνία]] του με αυτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο (Α [[καλυπτήριος]], -ον) [[καλυπτήρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χρήσιμος]] για [[κάλυψη]] («καλυπτήριο [[πρόχωμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> <b>φρ.</b> α) «καλυπτήρια όργανα» — τα όργανα που καλύπτουν την [[επιφάνεια]] και τις κοιλότητες του σώματος<br />β) «καλυπτήριο [[σύστημα]]» — το [[περίβλημα]] του σώματος [[κάθε]] ζωντανού οργανισμού, το οποίο τον οριοθετεί και τον προστατεύει από το [[περιβάλλον]] του και ταυτόχρονα συντελεί στην [[επικοινωνία]] του με αυτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[καλυπτήριον]]<br />([[γλώσσα]]) [[κάλυμμα]], [[επίθεμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:50, 14 January 2019
Greek Monolingual
-α, -ο (Α καλυπτήριος, -ον) καλυπτήρ
νεοελλ.
1. ο χρήσιμος για κάλυψη («καλυπτήριο πρόχωμα»)
2. βιολ. φρ. α) «καλυπτήρια όργανα» — τα όργανα που καλύπτουν την επιφάνεια και τις κοιλότητες του σώματος
β) «καλυπτήριο σύστημα» — το περίβλημα του σώματος κάθε ζωντανού οργανισμού, το οποίο τον οριοθετεί και τον προστατεύει από το περιβάλλον του και ταυτόχρονα συντελεί στην επικοινωνία του με αυτό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ καλυπτήριον
(γλώσσα) κάλυμμα, επίθεμα.